ἀλίγκιος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A resembling, like, ἀ. ἀστέρι καλῳ Il.6.401; ἀ. ἀθανάτοισιν Od.8.174; εἴδεα πᾶσιν ἀ., of paintings, Emp.23.5; σοὶ φυὰν ἀ. B.5.168; ὀνειράτων ἀ. μορφαῖσι A.Pr.449; ἀ. ἡρώεσσιν IG14.1356, cf. Arat.462, A.R.4.966, etc.:—but compd. ἐναλίγκιος is more freq.
German (Pape)
[Seite 96] α, ον, ähnlich, τινί, Hom. zweimal, Il. 6, 401 Od. 8, 174; – Aesch. Pr. 447; öfter bei sp. D.; vgl. ἐναλίγκιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίγκιος: [ᾰ], -ον, ὁμοιάζων, ὅμοιος· ἀλ. ἀστέρι καλῶ, Ἰλ. Ζ. 401· ἀλ. ἀθανάτοισιν, Ὀδ. Θ. 174· ἀλ. ἡρώεσσιν, Συλλ. Ἐπιγρ. 6235. 3: - ἀλλὰ τὸ σύνθετον ἐναλίγκιος εἶναι συνηθέστερον. - Ἐπ. λέξ. ἀπαντῶσα ἅπαξ παρ᾿ Ἐμπεδ. 138 καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 449, ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσιν. (Ἀναμφιβόλου παραγωγῆς: ἴσως συγγενὲς τῷ ἧλιξ, ἡλίκος).