πολιανόμος
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
ὁ, (πόλις, νέμω)
A a civic magistrate, Tab.Heracl.1.95 (pl.), Documenti Ant. dell' Africa Italiana 2.127 (Cyrenaica, pl.). 2 = Lat. aedilis, D.C.43.28,48.
German (Pape)
[Seite 655] ὁ, Stadtverwalter, -vorsteher, eine Obrigkeit, Sp., wie D. Cass. 43, 28.
Greek (Liddell-Scott)
πολιᾱνόμος: ὁ, (πόλις, νέμω) ἀστικός τις ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 95, κ. ἀλλ.· ἐν χρήσει ὡς μετάφρασις τοῦ Ῥωμ. Aedilis Δίων Κ. 43. 28, 48· ― πολῐᾱνομέω, Πλάτ. Ἐπιστ. 363C, Δίων Κ. 43. 48.