ἐλευθερουργός
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
German (Pape)
[Seite 796] sich frei geberdend, sich brüstend, vom Pferde, f. l. für ἐθελουργός, Poll. 1, 194; Xen. de re equ. 10, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ ποιῶν ἐλευθέρας κινήσεις, ὁ βαδίζων γαύρως ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 17.