ἐθελουργός
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
ἐθελουργόν, willing to work, indefatigable, X.Eq.10.17, Ael.NA4.43; τὸ ἐ. Ph. 2.448. Adv. ἐθελουργῶς Poll.3.121.
Spanish (DGE)
-όν
1 esforzado, voluntarioso, activo ἵππος X.Eq.10.17, γνώμη Ph.1.279, σπουδή Ph.2.220
•que actúa con libertad, voluntario Cyr.Al.Ep.Fest.11.1.50
•subst. τὸ ἐθελουργόν = disposición para el trabajo de las hormigas, Ael.NA 4.43, cf. Ph.2.448.
2 adv. ἐθελουργῶς = esforzadamente Poll.3.121.
German (Pape)
[Seite 718] willig zur Arbeit, unverdrossen; Xen. de re equ. 10, 17 von Pferden; Ael. H. 4, 43 von der Ameise; öfter. – Adv., Poll. 3, 121.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille de bonne volonté, courageux.
Étymologie: ἐθέλω, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελουργός: Xen. = ἐθελόπονος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελουργός: -ον, (*ἔργω) πρόθυμος πρὸς ἐργασίαν, ἀκούραστος, Ξεν. Ἱππ. 10. 17, περὶ Ζ. 4. 43., 7. 13. Ἐπίρρ. -γῶς Πολυδ. Γ. 121.
Greek Monolingual
ἐθελουργός, -όν (AM)
αυτός που εργάζεται πρόθυμα, ο φιλόπονος.
Greek Monotonic
ἐθελουργός: -όν (*ἔργω), πρόθυμος για εργασία, σε Ξεν.