ἑκατοστός
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
ή, όν,
A hundredth, Hdt.1.47, etc. ; ἐπ' ἑκατοστὰ ἐκφέρειν to bear a hundredfold, Id.4.198. II ἑκατοστή, ἡ, tax of one per cent., Ar.V.658, X.Ath.1.17, PGnom.85, etc. ; ἐκ τῶν χρημάτων ἑ. IG2.721 Ai12 : also, = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Plu.Luc.20.
German (Pape)
[Seite 753] ή, όν, der Hundertste, Her. 1, 47 u. Folgende; ἡ ἑκ., der hundertste Theil, Ar. Vesp. 658; Xen. Ath. 1, 17; bes. als Zins, Plut. Luc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾰτοστός: -ή, -όν, ἀριθμ. τακτ. τοῦ ἑκατόν, ὁ μετὰ 99 ἄλλους ἀριθμούμενος, Λατ. centesimus, ἀπὸ ταύτης.... ἑκατοστῇ ἡμέρῃ Ἡρόδ. 1. 47, κτλ.· ἐπ’ ἑκατοστά, ἑκατονταπλασίονα, Ἡρόδ. 4. 198. ΙΙ. ἑκατοστή, ἡ, τὸ ἑκατοστὸν μέρος, φόρος, τέλος, κἄξω τούτου τὰ τέλη χωρὶς καὶ τὰς πολλὰς ἑκατοστάς, «δραχμὰς ὑπὲρ τοῦ τέλους χορηγουμένας ἀπὸ τῶν πόλεων» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 658, Ξεν. Ἀθ. 1. 17· - ὡσαύτως = τόκοι ἑκατοστιαῖοι, Πλουτ. Λούκουλλ. 20.