συγκαταδουλόω

Revision as of 11:56, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")

English (LSJ)

join in enslaving, τινί τινας ib.46. cf. Aristid. 1.411 J.:—Med., Th.3.64, Hyp.Fr.272.

German (Pape)

[Seite 964] mit zum Sclaven machen, med. sich unterwerfen, Thuc. 3, 64. 8, 46.

French (Bailly abrégé)

συγκαταδουλῶ :
asservir ou subjuguer ensemble;
Moy. συγκαταδουλόομαι, συγκαταδουλοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύν, καταδουλόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat.); ook med.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταδουλόω: тж. med. вместе порабощать: σ. τινά τινι Thuc. порабощать кого-л. наряду с кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδουλόω: ὑποδουλώνω μετά τινος, βοηθῶ εἰς ὑποδούλωσιν, τινά τινι Θουκ. 8. 46· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 64, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81.

Greek Monotonic

συγκαταδουλόω: μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.