συγκαταδουλόω
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
join in enslaving, τινί τινας ib.46. cf. Aristid. 1.411 J.:—Med., Th.3.64, Hyp.Fr.272.
German (Pape)
[Seite 964] mit zum Sclaven machen, med. sich unterwerfen, Thuc. 3, 64. 8, 46.
French (Bailly abrégé)
συγκαταδουλῶ :
asservir ou subjuguer ensemble;
Moy. συγκαταδουλόομαι, συγκαταδουλοῦμαι m. sign.
Étymologie: σύν, καταδουλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταδουλόω helpen tot slaaf te maken (van), helpen te onderwerpen (aan), met acc. (en dat.); ook med.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταδουλόω: тж. med. вместе порабощать: σ. τινά τινι Thuc. порабощать кого-л. наряду с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταδουλόω: ὑποδουλώνω μετά τινος, βοηθῶ εἰς ὑποδούλωσιν, τινά τινι Θουκ. 8. 46· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 3. 64, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81.
Greek Monotonic
συγκαταδουλόω: μέλ. -ώσω, βοηθώ στην υποδούλωση, σκλαβώνω μαζί με κάποιον άλλο, τινά τινι, σε Θουκ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ώσω
to join in enslaving, τινά τινι Thuc.; so in Mid., Thuc.
Lexicon Thucydideum
una in servitutem redigere, to reduce together to slavery, 8.46.3,
MED. idem, the same 3.64.3.