δυσπρόσδεκτος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ον,
A hardly admitted, disagreeable, Plu.2.39d. II Act., disinclined to entertain, διαβολῆς M.Ant.1.5.
German (Pape)
[Seite 688] 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσδεκτος: -ον, δυσκόλως γινόμενος ἀποδεκτός, δυσάρεστος, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5.