κατάφημι
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
A assent, S.OT506 (lyr., μεμφομένων is gen. abs.); opp. ἀπόφημι, in aor. 1 inf. -φῆσαι, Arist.Metaph.1007b21; οἷον -φᾶσα ἢ ἀποφᾶσα [ἡ ψυχὴ] διώκει ἢ φεύγει Id.de An.431a9:—Pass., aor. inf. -φᾰθῆναι Id.Int.18b39. II promulgate, νόμοι οὓς κατέφησεν θεὸς Ἰουδαίοις f.l. in J.BJ3.8.4 (v. κατηφέω).
German (Pape)
[Seite 1388] (s. φημί), bejahen, behaupten, Ggstz ἀπόφημι, Arist. Metaphys. 3, 6 u. öfter; beistimmen, οὔποτε μεμφομένων ἂν καταφαίην Soph. O. R. 506, Schol. ἐπαινέσαιμι.
Greek (Liddell-Scott)
κατάφημι: κλίνων τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ κάτω παραδέχομαι, λέγω ναί, βεβαιῶ, ἀντιθ. τῷ ἀπόφημι, μετ' ἀορ. α', κατέφησα, ἡ διάνοια ἢ κατάφησιν ἢ ἀπόφησιν Ἀριστ. π. Ἑρμην. 6 κἑξ., Μετὰ τὰ Φυσ. 3.6,11· οὔποτ’ ἂν μεμφομένων καταφαίην, ὁ Σχολ. «οὐκ ἂν ἐπαινέσαιμι τοὺς μεμφομένους», Σοφ. Ο.Τ. 507· ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τὸν ἀόρ. κατειπεῖν.