συναγελαστικός
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
ή, όν,
A gregarious, of fish, Arist.Fr.321, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.13, Porph.Abst.3.11; of men, Hierocl.p.52A.: τὸ -κόν gregariousness, Artem.2.20.
German (Pape)
[Seite 995] in Heerden zusammenlebend, von Menschen, Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 22; von Vögeln, Schol. Il. 2, 463.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰγελαστικός: -ή, -όν, ὁ κατ’ ἀγέλας ζῶν, ἐπὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 302, πρβλ. Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 3. 11· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 414. 40· τὸ συναγελαστικόν, τὸ κατ’ ἀγέλας ζῆν, Ἀρτεμίδ. 2. 20.