μύκημα
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., βοῶν μυκήματα E.Ba.691, cf. Call.Del.310, A.R.1.1269, etc.;
A μ. λεαίνας Theoc. 26.21; roar of thunder, A.Pr.1062 (anap.):—rare in Prose, of a vase, Arist.Pr.938a10; of the earth, Id.Mu.396a13, D.C.68.24; of winds in a cave, Corn.ND22.
German (Pape)
[Seite 216] τό, das Gebrüll; μυκήματα βοῶν, Eur. Bacch. 690; auch vom Donner, Aesch. Prom. 1064; sonst nur bei sp. D., wie Maneth. 5, 162, im plur.; auch Luc. Phalar. I, 13.
Greek (Liddell-Scott)
μύκημα: [ῡ], τό, μυκηθμός, «μούγγρισμα», βοῶν μυκήματα Εὐρ. Βάκχ. 691, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 310, κτλ.· μ. λεαίνης Θεόκρ. 26. 21· ὁ κρότος τῆς βροντῆς, Αἰσχύλ. Πρ. 1062· σπάν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3, π. Κόσμ. 4, 32· ἐπὶ τῆς γῆς, Δίων Κ. 68. 24.