γαγάτης
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι.
Greek Monolingual
ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].