ἔφεκτος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ον,
A containing 1 + 1/6, Vitr.3.1.6; τόκος ἔ. when 1/6 of the principal was paid as interest, = 16 2/3 %, D.34.23: ἔφεκτον, τό, charge of 1/6 on payments for grain-transport, PLond.ined.2093 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1114] ein Ganzes u. ein Sechstel enthaltend (7/6), τόκος ἔφεκτος, das Kapital u. der sechste Theil dazu, Dem. 34, 24; Harpocr. ὁ ἐπὶ τῷ ἕκτῳ τοῦ κεφαλαίου (162/3 Procent).
Greek (Liddell-Scott)
ἔφεκτος: -ον, περιέχων 1+1/6, Βιτρούβ. 3. 1, 12· τόκος ἔφ., ὅτε ἀπετίνετο ὡς τόκος τὸ ἕκτον τοῦ κεφαλαίου, = 162/3 ἐπὶ τοῖς ἑκατόν, (πρβλ. ἐπωβελία), Δημ. 944. 10: πρβλ. ἐπίτριτος.