ἐπίτριτος
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
English (LSJ)
ἐπίτριτον (η, ον, v. infr. 4),
A epitrite, containing an integer and one-third (1+⅓), i.e. in the ratio of 4:3, ἐπίτριτος πυθμήν Pl.R.546c; ἀριθμοί Ph.2.183; λόγος Id.1.10, al., cf. PTeb.72.388 (ii B. C.), etc. Adv. ἐπιτρίτως = in the ratio of 4:3 Nicom.Ar.2.20.
2 in Music, ἐ. διαστάσεις, of the interval of the fourth, Pl.Ti.36a, cf. Plu.2.1138f, Aristid. Quint.3.1; ἐπίτριτος ἁρμονία Ph. 1.23; ἁ δὲ συλλαβὰ ἐπίτριτον Philol.6.
3 ποὺς ἐπίτριτος, or ἐπίτριτος, ὁ, a metrical foot, of three longs and one short, in which the ratio of θέσις and ἄρσις is 4: 3, Sch.Heph.p.112 C.; ἐπίτριτος πρῶτος, δεύτερος, τρίτος, τέταρτος... Heph.3.3.
4 in usury, ἐπίτριτον (sc. δάνεισμα), τό, a loan of which ⅓ is annually paid as interest, i.e. 33⅓ per cent., X.Vect.3.9; τόκοι ἐ. Arist.Rh.1411a17; ἑξακόσιαι δραχμαὶ ἐπίτριται 600 drachmae at 33⅓ per cent., Is.Fr.79 S.
5 ἐπίτριτον, τό, tax in Egypt, PSI8.902.9 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 996] ein Ganzes u. ein Drittel enthaltend, 1⅓ mal so groß, Nicom. ar. 1, 19; Plat. Rep. VIII, 546 c Tim. 36 a; – λόγος, das Verhältniß 3: 4, Nicom.; – δάνεισμα, Wucher, bei dem man den dritten Teil des Kapitals als Zinsen erhält, Xen. Vect. 3, 9; τόκοι, Arist. rhet. 3, 10; vgl. Böckh Staatsh. I S. 135 ff.; – πλέον ἢ ἐπίτριτον ζῆν τινος, mehr als ein Drittel länger leben als Jem., Plut. def. or. 20; – ὁ ἐπίτριτος, sc. πούς, ein Versfuß, dessen Teile das Verhältniß 3: 4 haben, – ñ
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui contient un entier plus ⅓ (lat. sesquitertius) ; simpl. qui comprend ou rapporte un tiers en sus en parl. de biens, d'argent;
2 qui est dans le rapport de 4 à 3 ; ὁ ἐπίτριτος (πούς) épitrite, pied de quatre syllabes, dont deux sont, avec les deux autres, dans le rapport de 4 à 3, càd pied d'un trochée et d'un spondée (‒ ◡ ‒ ‒) ou vice versa ( ‒ ‒ ‒ ◡), ou d'un iambe et d'un spondée (◡ ‒ ‒ ‒) ou vice versa (‒ ‒ ◡ ‒).
Étymologie: ἐπί, τρίτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτριτος:
I содержащий целое с третью (1 + ⅓) Plat., Xen.: οἱ ἐπίτριτοι τόκοι Arst. ссудный процент в ⅓ суммы (33 + ⅓%).
II ὁ (sc. πούς) эпитрит (стихотворная стопа, части которой относятся как 3 к 4, т. е., напр., состоящая из трохея или ямба и спондея).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτρῐτος: -ον, περιέχων ἕνα ἀκέραιον καὶ τὸ ἓν τρίτον (1+⅓), δηλ. ἔχων τὸν λόγον τοῦ 4 πρὸς 3, Λατ. sesquitertius, ἐπ. πυθμὴν Πλάτ. Πολ. 546C: οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν λοιπῶν τακτικῶν ἀριθμῶν ἐπιτέταρτος ὡς 5 πρὸς 4· ἐπίπεμπτος ὡς 6 πρὸς 5· ἔφεκτος ὡς 7 πρὸς 6, κλπ.: πρβλ. ἐπιμόριος, ὑπότριτος. 2) ἐπὶ τῶν διαστημάτων τῶν μουσικῶν τόνων, Πλάτ. Τίμ. 36Α, Πλούτ. 2. 1138, κἑξ. 3) ποὺς ἐπίτριτος ἢ ἁπλῶς ἐπίτριτος, ὁ, ὄνομα μετρικοῦ ποδὸς ὅστις ἐκλήθη οὕτως ὡς συνιστάμενος ἐξ ἑνὸς σπονδείου (περιέχοντος τέσσαρα χρονικὰ σημεῖα) μετὰ ἰάμβου ἢ τροχαίου (οἵτινες περιέχουσι τρία): κατὰ δὲ τὴν θέσιν τῆς βραχείας συλλαβῆς καλεῖται α΄ος, β΄ος, γ΄ος ἢ δ΄ος ἐπίτριτος υ - - -, - υ - -, - - υ -, - - - υ. Ἴδε Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. ἐν τῇ ὑπὸ Gaisf. ἐκδ. τοῦ Ἡφαιστ. σ. 192. 4) ἐπὶ τόκου, ἐπίτριτον (ἐξυπ. δάνεισμα), τό, ἦτο δάνειον, οὗ κατ’ ἔτος ἐπληρώνετο τὸ ⅓ ὡς τόκος, δηλ. πρὸς 33 ⅓ τοῖς ἑκατόν, Ξεν. Πόροι 3. 9· οὕτω, τόκοι ἐπίτριτοι Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7· ἑξακόσιαι δραχμαὶ ἐπίτριτοι, 600 δραχμαὶ πρὸς 33 ⅓ 0/0. Ἰσαῖος παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξει, πρβλ. ἐπίπεμπτος, ἐπόγδοος, καὶ ἴδε ἐπὶ πᾶσι Böckh P. E. 1. 164-186. ― Ἐπίρρ. ἐπιτρίτως, «ὃ μεταξὺ τοῦ θ΄ καὶ ς΄ ἡμιολίως, τοῦτο μεταξὺ τοῦ β΄ καὶ θ΄ ἐπιτρίτως» Νικομ. Εἰσαγ. σ. 136.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτριτος, -ον) τρίτος
μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» — ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος της όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 / 4
αρχ.
το διάστημα της διά τεσσάρων
2. (μετρ.) φρ. ἐπίτριτος ποῦς ή απλώς ἐπίτριτος
τετρασύλλαβος πους αποτελούμενος από έναν τετράσημο (σπονδείο) και έναν τρίσημο (τροχαίο ή ίαμβο) που έχουν λόγο 4 προς 3
3. ο αριθμός που περιέχει έναν ακέραιο και επί πλέον το ένα τρίτο (⅓)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτριτον
α) δάνειο που αποφέρει τόκο ίσο με το ένα τρίτο του κεφαλαίου κάθε χρόνο
β) πάπ. είδος φόρου στην Αίγυπτο.
επίρρ...
ἐπιτρίτως
σε λόγο επίτριτο.
Greek Monotonic
ἐπίτρῐτος: -ον, I. αυτός που περιέχει ένα και ένα τρίτο, δηλ. 1 + ⅓ ή 4/3, σε Πλάτ.
II. ἐπίτριτον (ενν. δάνεισμα), τό, δάνειο, από το οποίο το ⅓ αποδίδεται ως τόκος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐπίτρῐτος, ον
I. one and a third, i. e. 1 + ⅓, or 4/3, Plat.
II. ἐπίτριτον (sc. δάνεισμα, a loan of which ⅓ is paid as interest, i. e. 33 ⅓ p. cent., Xen.