ἐϋμμελίης

From LSJ
Revision as of 09:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋμμελίης Medium diacritics: ἐϋμμελίης Low diacritics: εϋμμελίης Capitals: ΕΫΜΜΕΛΙΗΣ
Transliteration A: eümmelíēs Transliteration B: eummeliēs Transliteration C: eymmeliis Beta Code: e)u+mmeli/hs

English (LSJ)

ὁ, (εὖ, μελία)

   A armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ (μελία), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = εὐμελίας, das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋμμελίης: ὁ, (εὖ μελία), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς ἐϋμμελίης Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην αὐτόθι 59· υἷες ἐϋμμελίαι αὐτόθι 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.