ἀνοχλίζω

Revision as of 10:23, 11 May 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A heave up, A.R.1.1167, Opp.H.5.128, Hsch.
2 heave out of the way, A.R.3.1298.

Spanish (DGE)

I tr.
1 levantar ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς A.R.1.1167, c. valor fact. οὐδὲ γὰρ αὐτή ... μιν ἀνοχλίζουσα θάλασσα ref. al mar en lucha contra un monstruo marino, Opp.H.5.128, ἀνοχλίζων Ἀίδης ὀρφναῖον ὀχῆα Nonn.D.36.202, cf. Hsch.
fig. τὸν τῆς διανοίας ὀφθαλμόν Cyr.Al.M.73.325C
en v. med. servir de soporte Paul.Sil.Ambo 110.
2 echar fuera del camino οὐδ' ἄρα μιν τυτθόν περ ἀνώχλισαν ἀντιόωντες A.R.3.1298
arrancar de raíz τὸ λυποῦν ἀνοχλίζει ξύλον Cyr.Al.M.73.32A.
II intr. en v. med. elevarse οὗτοι τῆς γῆς ἀνοχλίζονταί πως Cyr.Al.M.73.509A.

German (Pape)

mit Hebeln emporheben und wegschaffen, Ap.Rh. 1.1167, 2.1298, wie Opp. H. 2.227; Gregor. λᾶαν, τύμβον (VIII. 101, 112).

Russian (Dvoretsky)

ἀνοχλίζω: поднимать ломом или рычагом (λᾶας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοχλίζω: «ἀναμοχλεύω» Ἡσύχ., «ἀνακινῶ» Εὐστ., δὴ τότ’ ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκοὺς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1167, Ὀππ. Ἁλ. 5. 128.

Greek Monolingual

ἀνοχλίζω (AM)
μσν.
υποστηρίζω
αρχ.
1. ανασηκώνω
2. βγάζω κάποιον από τον δρόμο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οχλίζω «ανακινώ, μετακινώ»].