ἐγχειρίδιος

From LSJ
Revision as of 10:21, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχειρίδιος Medium diacritics: ἐγχειρίδιος Low diacritics: εγχειρίδιος Capitals: ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: encheirídios Transliteration B: encheiridios Transliteration C: egcheiridios Beta Code: e)gxeiri/dios

English (LSJ)

ον, (χείρ)

   A in the hand, ἱκετῶν κλάδοι A.Supp.21 (anap.).    II as Subst., ἐγχειρ-ίδιον, τό, hand-knife, dagger, Hdt.1.12,214, Th.3.70, etc.; ἐγχειριδίῳ πλήττειν Lys.4.6, etc.    2 handle, Thphr.HP4.3.4, Callix.1.    3 manual, handbook, title of works by Epict. and others, cf. Demetr.Lac.Herc.1013.12 F., Philostr. VS2.1.14, Longin.Proll.Heph.p.86 C.    4 tool, implement, LXX Ex.20.25. [-ῐδιον Hermipp.46.]

German (Pape)

[Seite 713] in der Hand (gehalten), κλάδοι, Aesch. Suppl. 22. Daher τὸ ἐγχειρίδιον, Handmesser, Dolch, Her. 1, 12; Plat. Gorg. 469 d; Xen. Hell. 2, 3, 23; Thuc. 3, 70 u. sonst; Handgriff, κώπης Ath. V, 204 a; Poll. 1, 90; Handhabe, Theophr. Bei Sp., wie Longin. u. Philostr., = Handbuch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρίδιος: -ον, (χεὶρ) ὁ ἐν τῇ χειρί, ἱκετῶν ἐγχειριδίοις... κλάδοισιν; Αἰσχύλ. Ἱκ. 22. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐγχειρίδιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, μαχαίριον, «μαχαῖρι τοῦ ζωναριοῦ», «λάζος», «στιλέτο», Ἡρόδ. 1. 12, 214, κτλ., Θουκ. 3. 70· ἐγχειριδίῳ πλήττειν Λυσ. 101. 13, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἐγχειρίδια· σκεύη καὶ ὄργανα σκευῶν, ἤγουν δόρατα καὶ τὰ ἐν χειρὶ (μαχαίρια)». 2) λαβή, Θεόφρ. Ἱστ. Φ. 4. 3, 3, Ἀθήν. 204Α. 3) σύντομον βιβλίον, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν· προσέτι, ὄνομα πραγματείας τοῦ Ἐπικτήτου -ῑδιον, Meineke Μένανδ. σ. 160.