δύνω

From LSJ
Revision as of 10:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

German (Pape)

[Seite 673] = δύομαι. Bei Homer nur praes. u. impft., z. B. Iliad. 15, 219. 17, 202. 392 Odyss. 7, 81. 11, 579. Vgl. ἀποδύνω und ἐξαποδύνω. – Xen. An. 2, 2, 3 ἡλίου δύνοντος; Gesetz bei Aesch. 1, 12 πρὸ ἡλίου δύνοντος; Aesch. Suppl. 255 πρὸς δύνοντος ἡλίου; Soph. Phil. 1381 ἥλιος δύνῃ; Polyb. 9, 15, 9 δύνοντος τούτου (τοῦ ἡλίου); Aelian. V. h. 4, 1 ἡλίου δύνοντος; Paus. 2, 11, 7 μετὰ ἥλιον δύνοντα; Maneth. 4, 87 δύνοντος δ' ἄστροιο σεληναίης; 5, 94 ἢ δύνοντες ὁμοῦ (Mercur u. Mars) ἢ καὶ ὑπόγειοι ἐόντες; 6, 380 κέντρῳ ὕπερθ' ὥρης ἢ καὶ δύνοντι βεβῶτες. Es finden sich die Lesarten δύναντος, δύναντι, δύναντα, δύναντες; wahrscheinlich aber sind diese Aoristformen zu verwerfen, u. überall die Präsensformen δύνοντος u. s. w. vorzuziehen.

Greek (Liddell-Scott)

δύνω: δύομαι.