παραρθρέω
From LSJ
αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me
English (LSJ)
A to be partially dislocated, ἄρθρον παραρθρῆσαν Hp.Art. 17 codd., cf. Apollon. Cit.2, Gal.UP12.10, 15.7, Heliod. ap. Orib.49.14.7. II trans., dislocate, v.l.in Pl.Ax.367b.
German (Pape)
[Seite 496] verrenken, Hippocr. u. a. Medic.; übertr., Plat. Ax. 367 b.
Greek (Liddell-Scott)
παραρθρέω: ἐξαρθροῦμαι εἰς τὰ πλάγια, ἄρθρον παραρθρῆσαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794. ΙΙ.μεταβ., ἐξαρθρώνω εἰς τὰ πλάγια, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Β· πρβλ. ἐξαρθρέω.