μελανόφυλλος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = μελάμφυλλος, ἴων πτερά Chaerem. 14.13.
German (Pape)
[Seite 120] = μελάμφυλλος, schwarzblätterig, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερά Chaerem. bei Ath. XIII, 608 c.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόφυλλος: -ον, = μελάμφυλλος, ἴων τε μελανόφυλλα συγκλῶσαι πτερὰ Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608Β.