ἀμπελουργικός
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
Dor. ἀμπελουργ-ωργικός, ή, όν,
A of or for culture of vines, [γᾶ] Tab.Heracl.2.43; ἡ -κή (sc. τέχνη), vine-dressing, Pl.R.333d, Ph.1.329. Adv. -κῶς Poll.7.141.
German (Pape)
[Seite 129] zum Winzer gehörig, ἡ ἀμπ., Kunst des Weinbaues, Plat. Rep. I, 393 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.