τοξοειδής
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
ές,
A bow-shaped, Callix.1.
German (Pape)
[Seite 1128] ές, bogenartig, bogenförmig, Callixen. bei Ath. V, 206 a.
Greek (Liddell-Scott)
τοξοειδής: -ές, ὁ ἔχων σχῆμα τόξου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205F.