ἄφολκος
From LSJ
English (LSJ)
ον, (ὁλκή)
A not having weight, δραχμῇ ἀφολκότερον too light by a drachm, Str.15.3.22.
German (Pape)
[Seite 413] weniger wiegend, δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι, eine Drachme leichter, Strab. XV, 3 p. 735.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφολκος: -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.