ἄφολκος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφολκος Medium diacritics: ἄφολκος Low diacritics: άφολκος Capitals: ΑΦΟΛΚΟΣ
Transliteration A: ápholkos Transliteration B: apholkos Transliteration C: afolkos Beta Code: a)/folkos

English (LSJ)

ἄφολκον, (ὁλκή) not having weight, δραχμῇ ἀφολκότερον too light by a drachm, Str.15.3.22.

Spanish (DGE)

-ον
que no pesa ὕδωρ ... πάντων ἐλαφρότατον, ὥστ' ἐν Ἀττικῇ κοτύλῃ δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι Str.15.3.22.

German (Pape)

[Seite 413] weniger wiegend, δραχμῇ ἀφολκότερον εἶναι, eine Drachme leichter, Strab. XV, 3 p. 735.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφολκος: -ον, (ὁλκὴ) λιποβαρής, ἔχων ὁλιγότερον βάρος, δραχμῇ ἀφολκότερον, κατὰ μίαν δραχμὴν ἐλαφρότερον, Στράβων 735.

Greek Monolingual

ἄφολκος, -ον (Α)
λιποβαρής, ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (< απο-) + ολκός, ομηχανή με την οποία σύρονταν πλοία στην ξηρά, κυματισμός, βάρος») < έλκω].