παιγνία
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A play, sport, game, Hdt.1.94, 2.173, LXX Jd.16.27, Phld.Rh.2.50 S. II = ἑορτή, Ar.Lys.700.
German (Pape)
[Seite 438] ἡ, Spiel, Scherz, Spott, Her. 1, 94. 2, 173 u. Sp. – Auch = Fest, τῇ 'κάτῃ ποιοῦσα παιγνίαν, Ar. Lys. 700.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνία: Ἰων. -ίη, ἡ, παιδιά, παιγνίδιον, Ἡρόδ. 1, 94., 2. 173· πρβλ. παιδιά. ΙΙ. = ἑορτή, Ἀριστοφ. Λυσ. 700, Ἡρώνδ. ΙΙΙ, 55.