πλεονάκις
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (πλέων)
A more frequently, oftener, Hp.Acut.29, Lys.14.30, Pl.Phd.112d, etc.; several times, frequently, Arist.Pol.1299a9, IG22.682.25, 1304.5, PCair.Zen.31.11 (iii B.C.); too often, Hp.Aph.5.16. II taken more times together, multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Pl.Tht.148a:—also πλεονάκι, PMagd.25.4 (iii B.C.); πλειονάκις, PCair.Zen.29.2 (iii B.C.), IG12(5).533 (Ceos, iii B. C.), 9(1).694.45 (Corc., ii B.C.); πλειονάκι, Sammelb.4638.18 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 630] adv., öfter, Lys. 14, 30, Plat. Phaed. 112 d; Ggstz ἐλαττονάκις, Theaet. 148 a; Isocr. 3, 19; Arist. eth. 5, 1 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
πλεονάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., (πλέων) συχνότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Λυσ. 142. 27, Πλάτ. Φαίδων 112D, κτλ.· πολλάκις, συχνάκις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 1, κ. ἀλλ.· παρὰ πολὺ συχνά, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. περισσοτέρας φοράς, κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἐπὶ μεγαλείτερον ἀριθμόν, ἀντίθετ. τῷ ἐλαττονάκις, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― ὡσαύτως πλειονάκις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 46., 2356. 3.