κυαθίς

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

German (Pape)

[Seite 1520] ίδος, ἡ, = Vorigem, Ath. XI, 480 b, κοτυλῶδες ἀγγεῖον.

Greek Monolingual

κυαθίς, -ίδος, ἡ (Α)
μικρός κύαθος, κυάθιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύαθος + υποκορ. κατάλ. -ις (πρβλ. ακανθ-ίς, στρουθ-ίς)].