armonía
From LSJ
Spanish > Greek
ἅρμοσις, τὸ ἐμμελές, ἐμμέλεια, ἁρμογή, ἁρμονική, ἁρμονικόν, τὸ ἁρμονικόν, ἁρμονία, τὸ ἡρμοσμένον, τὸ ἐναρμόνιον, ἐναρμόνιον
ἅρμοσις, τὸ ἐμμελές, ἐμμέλεια, ἁρμογή, ἁρμονική, ἁρμονικόν, τὸ ἁρμονικόν, ἁρμονία, τὸ ἡρμοσμένον, τὸ ἐναρμόνιον, ἐναρμόνιον