ματζουράνα
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Greek Monolingual
ματζουράνα και μαντζουράνα και μαζοράνα, η (Μ και μαζουράνα)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια χειλανθή και κοινή ονομασία ενός είδους του γένους αυτού, του Majorana hortensis ή Origanum majorana.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. mazorana < μέσ. λατ. maiorana < λατ. maioracus < amaracus < ἀμάρακος].
Translations
marjoram
Arabic: مَرْدَقُوش, بَرْدَقُوش, مَرْزَنْجُوش; Armenian Middle Armenian: մարզնկօշ; Old Armenian: մարզգոշ; Bulgarian: риган; Catalan: marduix; Chinese Mandarin: 墨角蘭, 墨角兰; Czech: majoránka; Dutch: echte marjolein; Finnish: maustemeirami; French: marjolaine; German: Majoran; Greek: ματζουράνα; Ancient Greek: ἀγήρατον, ἀγριορίγανος, ἄκαπνον, ἀμάρακον, ἀμάρακος, κνήκιον, κονίλη, ὀνῖτις, σάμψουχον, σάμψυχον; Hungarian: majoránna; Hunsrik: Maairon; Ido: majorano; Irish: oragán cumhra; Italian: maggiorana; Kannada: ಮರುಗ; Korean: 마저럼; Latin: amaracus, maiorana, majorana; Macedonian: мајоран; Norman: marjolaine; Old English: cyninges wyrt, wurmille; Ottoman Turkish: ككلیك اوتی; Polish: majeranek; Portuguese: manjerona; Punjabi: ਮਰੂਆ; Romanian: maghiran; Russian: майоран; Serbo-Croatian: majòrān, majorána, màžurān, mažurána; Slovene: majaron; Spanish: mejorana, mayorana, almoraduj; Tagalog: mehorana; Turkish: mercanköşk; Welsh: penrhudd yr ardd; Yiddish: מײַראַן, מאַיאָראַן