χειλανθή

From LSJ

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source

Greek Monolingual

τα, Ν
βοτ. άλλη ονομασία της μεγάλης οικογένειας αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιίδες, ονομασία που οφείλεται στη δομή του άνθους τών φυτών της.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. labiatae].