γαμετή
English (LSJ)
ἡ, fem. of sq.,
A married woman, wife, opp. concubine, [γυναῖκα] κτητήν, οὐ γαμετήν Hes.Op.406, cf. Pl.Lg.841d, Lys.1.31 (pl.), Men.Pk.237, PTeb.104.17 (i B. C.), etc.; γαμετῇ ἀλόχῳ Epigr.Gr.310 (Smyrna); so γαμετή alone, A.Supp.165 (lyr.), Arist.Fr.144, POxy.795.4 (i A. D.); τέκνα καὶ γαμετάς Phld.Ir.p.53 W., cf. Herc. 1457.10, al.
German (Pape)
[Seite 472] ἡ, die rechtmäßige Gattin, γυνή Hes. O. 404, der κτητή entgeggstzt; der ἑταίρα Philetaer. com. Ath. XIII, 559 a; Comici; Prosa, gew. mit γυνή, Plat. Legg. VIII, 841 d u. öfter; Xen. Oec. 3, 10; D. Sic. 4, 61; allein, Pol. 23, 18.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰμετή: ἡ, θηλ. τοῦ ἑπομ.=ἔγγαμος γυνή, σύζυγος, κατ᾽ ἀντίθ. πρὸς τὴν παλλακὴν (κτητή), γυνή γαμ., νόμιμος σύζυγος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 404, Πλάτ. Νόμ. 841D, 868D, 874C· γαμετῇ ἁλόχῳ Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 310· οὕτω, γαμετὴ μόνον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 164, Λυσ. 94. 36, Ἀριστ. Ἀποσπ. 172.