τετρακόρωνος
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
English (LSJ)
ον,
A four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.