ἀποξένωσις
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A living abroad, Plu. Pomp.80. 2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.
German (Pape)
[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.