τειχύδριον
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
τό, Dim. of τεῖχος, X.HG2.1.28.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, dim. von τεῖχος, Xen. Hell. 2, 1, 28, kleines Kastell.
Greek (Liddell-Scott)
τειχύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τεῖχος, Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 28. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 409.