προκατασκευή
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
ἡ,
A preparatory training, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plb.9.20.7; preparation, στρατηγήματος v.l. in J.BJ2.21.3. 2 preface, introduction, Plb.1.3.10, 1.13.7, etc. 3 Rhet., preliminary expose of the main points in an argument, Hermog.Inv.3.1, al.
German (Pape)
[Seite 729] ἡ, Vorbereitung, Pol. 1, 13, 7 u. oft; u. bes. Rhett., wie Hermog. de invent. 3, 2, προεκτίθεσθαι τὰ κεφάλαια.
Greek (Liddell-Scott)
προκατασκευή: ἡ, προτέρα ἑτοιμασία, Πολύβ. 9. 20, 7, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 21, 3· ― πρόλογος, εἰσαγωγή, Πολύβ. 1. 3, 10., 1. 13, 7, κτλ.