ποιμαντικός
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
ή, όν,
A pastoral: ἡ -κή (with or without τέχνη) the shepherd's art, Gal.5.750, Hsch.
German (Pape)
[Seite 651] zum Weiden gehörig, geschickt, ἡ ποιμαντική, sc. τέχνη, die Weidekunft, Kunst od. Geschicklichkeit der Hirten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ποιμενικὰ καθήκοντα, ποιμαντορικός, ἐπὶ θρησκευτικῆς σημασίας, Ἐκκλ. ― ἡ ποιμαντικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τοῦ ποιμένος τέχνη. Ἡσύχ.