ἐκποτάομαι

From LSJ
Revision as of 10:04, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκποτάομαι Medium diacritics: ἐκποτάομαι Low diacritics: εκποτάομαι Capitals: ΕΚΠΟΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpotáomai Transliteration B: ekpotaomai Transliteration C: ekpotaomai Beta Code: e)kpota/omai

English (LSJ)

Ion. ἐκποτ-έομαι,=ἐκπέτομαι,

   A fly out or forth, of snowflakes, Διὸς ἐκποτέονται Il.19.357 ; of a ghost, πεδ' ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποτᾱμένα Sapph.68.4: metaph., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι ; Theoc.11.72,2.19.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκποτάομαι: Ἰων. -έομαι, = ἐκπέτομαι, ἀποθ., ἐπὶ νιφάδων χιόνος, Διὸς ἐκποτέονται Ἰλ. Τ. 357· ἐπὶ φαντάσματος, φοιτάσεις πεδ’ ἀμαύρων νεκύων ἐκπεποταμένα Σαπφώ 68 19· μεταφ., πᾷ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι; ποῦ ἐπέταξεν ὁ νοῦς σου; Λατ. quae te dementia cepit? Θεόκ. 11. 72, πρβλ. 2. 19.