χλῆδος

From LSJ
Revision as of 10:34, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῆδος Medium diacritics: χλῆδος Low diacritics: χλήδος Capitals: ΧΛΗΔΟΣ
Transliteration A: chlē̂dos Transliteration B: chlēdos Transliteration C: chlidos Beta Code: xlh=dos

English (LSJ)

ὁ,

   A slime, mud, the rubbish carried down by a flood or swept out of a house, A.Fr.16, D.55.22, 27: metaph., ἀργυρίου χλῆδον λαβών Crates Com.28 (on the accent v. Hdn.Gr.1.142; χλίδος Suid.).

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, auch χληδός betont, Schlamm, Gemülm, Unrath, Schutt, bes. die Unreinigkeiten, die ein reißender Strom mit sich führt, oder die ausgekehrt werden; Aesch. frg. 14; τὸν χλῆδον ἐμβαλὼν εἰς τὴν ὁδόν Dem. 55, 22. 27, v. l. χλίδον, vgl. B. A. 315.

Greek (Liddell-Scott)

χλῆδος: ὁ, φρυγανώδη χώματα, ἀποκαθάρματα, καὶ τὰ ὑπὸ ποταμῶν ἢ χειμάρρων καταβιβαζόμενα, ἢ ὅσα σαρώνει τις καὶ ῥίπτει ἔξω τῆς οἰκίας, Λατ. quisquiliae, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 14, Δημ. 1278. 4., 1279. 42. - Ὁ Σουΐδ. γράφει χλίδος. Ὁ ὀρθὸς τονισμὸς εἶναι γνωστὸς ἐκ τοῦ Ἀρκαδ. 47, (εἰ καὶ παρ’ αὐτῷ φέρεται χλῖδος) καὶ ἐκ τοῦ Ἁρποκρ. ἔνθα χλῆδος, πρβλ. τὴν λ. χέραδος.