σύγχορτος

From LSJ
Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_16)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχορτος Medium diacritics: σύγχορτος Low diacritics: σύγχορτος Capitals: ΣΥΓΧΟΡΤΟΣ
Transliteration A: sýnchortos Transliteration B: synchortos Transliteration C: sygchortos Beta Code: su/gxortos

English (LSJ)

ον,

   A with the grass joining, i.e. bordering upon, marching with, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ A.Supp.5 (anap.); Οἰνόῃ σύγχορτα . . πεδία E.Fr.179: c. gen., σύγχορτοι Ὀμόλας Id.HF371 (lyr.); Φθίας . . καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα . . πεδία, i.e. the marches or boundaries of... Id.Andr.17.

German (Pape)

[Seite 971] angränzend; χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ, Aesch. Suppl. 5; Φθίας σύγχορτα ναίω πεδία, Eur. Andr. 17, vgl. Herc. F. 371; τινί, Orph. Arg. 191.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχορτος: -ον, ὅμορος, συνορεύων, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 5· Οἰνόῃ σύγχορτα... πεδία Εὐρ. Ἀποσπ. 179· ὡσαύτως μετὰ γενικ. σύγχορτοι Ὁμόλας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 371· Φθίας... καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. τὰ μεθόρια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 17.