κακόξενος

From LSJ
Revision as of 11:11, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόξενος Medium diacritics: κακόξενος Low diacritics: κακόξενος Capitals: ΚΑΚΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: kakóxenos Transliteration B: kakoxenos Transliteration C: kakoksenos Beta Code: kako/cenos

English (LSJ)

Ion. κᾰκό-ξεινος, ον,

   A unfortunate in guests, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376.    II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc.558 (v.l. for ἐχθρόξ-), AP7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν -ώτεροι Jul.Ep.89b.

German (Pape)

[Seite 1301] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. κακόξεινος.

Greek (Liddell-Scott)

κακόξενος: Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ οὔτις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐχθρόξενος), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.