Ορφεύς
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
Greek Monolingual
ο (Α Ὀρφεύς, Ὀρφέως, δωρ. τ. Ὄρφης)
μορφή της ελληνικής μυθολογίας φορτισμένη με συμβολικά στοιχεία και με γνωρίσματα ήρωα, ημιθέου και θεού, ιδρυτή μυστηριακών τελετών και ιερέα, περίφημος αοιδός, μουσικός και ποιητής, γιος του Απόλλωνος ή του θρακικού ποταμού Οιάγρου, και της μούσας Καλλιόπης, ο οποίος έλαβε μέρος στην αργοναυτική εκστρατεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μυθικό όν. προελληνικής προελευσης. Κατ' άλλη άποψη, η λ. αποτελεί παρ. του orbho- (πρβλ. ὀρφανός), λόγω του ότι ο Ορφεύς είχε στερηθεί τη σύζυγό του].
Translations
Orpheus
Albanian: Orfeu; Arabic: أُورْفِيُوس; Armenian: Օրփեոս; Basque: Orfeo; Belarusian: Арфей; Bengali: ওর্ফেউস, অর্ফিয়াস; Breton: Orfeüs; Bulgarian: Орфей; Catalan: Orfeu; Chinese Mandarin: 俄耳甫斯; Czech: Orfeus; Dutch: Orpheus; Esperanto: Orfeo; Finnish: Orfeus; French: Orphée; Galician: Orfeo; Georgian: ორფეოსი; German: Orpheus; Central Franconian: Orpheus; Greek: Ορφέας, Ορφεύς; Ancient Greek: Ὀρφεύς; Gujarati: ઓર્ફિયસ; Hebrew: אורפיאוס; Hungarian: Orpheusz; Indonesian: Orfeus; Interlingua: Orpheo; Inuktitut: ᐆᕐᐱᐅᔅ; Irish: Oirféas; Italian: Orfeo; Japanese: オルフェウス; Kannada: ಆರ್ಫೀಯಸ್; Korean: 오르페우스; Latin: Orphe͡us; Latvian: Orfejs; Lithuanian: Orfėjas; Macedonian: Орфеј; Marathi: ऑर्फियस; Norwegian Bokmål: Orfeus; Nynorsk: Orfevs; Occitan: Orfèu; Polish: Orfeusz; Portuguese: Orfeu; Romanian: Orfeu; Russian: Орфей; Serbo-Croatian Cyrillic: О̀рфеј; Roman: Òrfej; Slovak: Orfeus; Slovene: Orfej; Spanish: Orfeo; Swedish: Orfeus; Tatar: Orfey; Telugu: ఓర్ఫియాస్; Turkish: Orfe; Ukrainian: Орфей