ἐξαγώνιος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ον, (ἀγών)
A beside the mark, irrelevant, Aeschin. ap. AB 260; ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.Anach.19; cf. ἀγών 1.2. II excluded from competition, Ph.2.60; = ἔξω τοῦ ἀγῶνος ὤν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 862] nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόῤῥω τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαγώνιος: -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξαγώνια καὶ πόρρω τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60.