πολύσημος
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ον,
A = πολυσήμαντος, Democr.26, Nicostr. ap. Simp.in Cat.368.15,etc.
German (Pape)
[Seite 673] = πολυσήμαντος, Gramm., wie Schol. Ar. Lys. 337.
Greek (Liddell-Scott)
πολύσημος: -ον, = πολυσήμαντος· ― Ἐπίρρ. πολυσήμως, Κλημέντια 25Β, Βασίλ. 3, 173C.