ὀρθόκοιλος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
A v. ὀρθόκωλος.
German (Pape)
[Seite 374] Hippiatr., wahrscheinlich f. L. für ὀρθόκωλος.
Greek Monolingual
ὀρθόκοιλος, -ον (Μ)
(πιθ. εσφ. γρ. αντί ὀρθόκυλλος) ορθόκωλος.