ἀμέριμνος
Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
English (LSJ)
ον,
A free from care, unconcerned, Men.1083; βίος AP9.359 (Posidipp. or Pl.Com.); ἀ. ὕπνον εὕδεις Eranos 13.87. Adv. -νως Vett. Val.355.6, Hdn.4.5.7, IG14.1839: Comp. -ότερον, ἔχειν PLips.105 (i A. D.). II Pass., uncared for, S.Aj.1207. III οἰνοχοεῖ κρήνης ἐξ ἀμεριμνοτέρης, either causing less care, i.e. more easily attained, of the fount of inspiration, or possibly less celebrated, AP11.24 (Antip.). IV ἀμέριμνον, τό, = ἀείζωον μέγα, Plin.HN 25.160.
German (Pape)
[Seite 122] 1) unbeachtet, Soph. Ai. 1186. – 2) sorglos, Pall. 11 (IX, 165); oft Herodian., z. B. βίος 2, 4, 3; τὸ ἀμ., Sorglosigkeit, 1, 6, 26; ἀμ. βίον ζῆν Philem. Stob. Floril. 97, 19; ἀμεριμνοτέρη κρήνη Ant. Th. 1 (XI, 24), die weniger Mühe macht. – Adv., βιοῦν Herodian. 4, 5, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέριμνος: -ον, ὁ ἐλεύθερος ἀπὸ μερίμνης, ἄφροντις, ἀδιάφορος πρός τι, Μενάνδ. Ἄδηλ. 20· βίος Ἀνθ. Π. 9. 359. ― Ἐπίρρ. -νως Ἡρωδιαν. 4. 5, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 6254. 11. ΙΙ. παθ., περὶ οὗ οὐδεὶς μεριμνᾷ, παρημελημένος, Σοφ. Αἴ. 1207. ΙΙΙ. ὁ ἀποδιώκων τὰς μερίμνας, Ἀνθ. Π. 11. 24: ― ἀμέριμνον, τό, ὄνομα φυτοῦ, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 25. 13.