μεσουράνησις
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
εως, ἡ,
A culmination, Str.2.1.18 (pl.), Gem.2.21, al., Ptol.Alm.8.4 (pl.), Plot.3.1.5 (pl.).
German (Pape)
[Seite 140] ἡ, das Culminiren der Sonne um Mittag, auch die Mittagslinie, Strab. II, 75 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεσουράνησις: ἡ, ἡ τοῦ ἡλίου θέσις ἐν τῷ μεσημβρινῷ, Στράβ. 75.