λιθικός

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθικός Medium diacritics: λιθικός Low diacritics: λιθικός Capitals: ΛΙΘΙΚΟΣ
Transliteration A: lithikós Transliteration B: lithikos Transliteration C: lithikos Beta Code: liqiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for stones; ἔργα Arch.Pap.3.128 (ii B.C.); but usu. λιθικά (sc. βιβλία), τά, a treatise upon precious stones, title of Orphic poem, ap.Tz. (περὶ λίθων codd.); also βιβλία λιθιακά Eust.ad D.P.Prooem.; but Λιθικά, of D.P.'s work, Sch.Od.10.323.    2 of or for stone in the bladder, Paul.Aeg.6.60.

German (Pape)

[Seite 44] die Steine betreffend, τὰ λιθικά, = λιθιακά, Orph. Lith.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθικός: -ή, -όν, (λίθος) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λίθους, λιθικὰ (ἐξυπ. βιβλία), τά, πραγματεία περὶ πολυτίμων λίθων, ὡς καλεῖται ὑπὸ τοῦ Τζέτζη τὸ ποίημα τὸ ἀποδιδόμ. εἰς τὸν Ὀρφ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφα φέρουσι τὴν ἐπιγραφήν: περὶ λίθων˙ ὡσαύτως, λιθιακός, βιβλία Εὐστ. Ὑπομν. εἰς Διον. Π. σ. 81. 4. 2) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πέτραν τῆς κύστεως, τοῖς λιθικοῖς… ἐπιδέσμοις Παῦλ. Αἰγ. 6. 60.