σιρίασις

From LSJ
Revision as of 10:36, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

German (Pape)

[Seite 884] ἡ, u. σιριάω, schlechtere Formen statt σειρίασις, σειριάω.

Greek (Liddell-Scott)

σιρίασις: σιριάω, σίριος, τύποι ἰσοδύναμοι ἀντὶ σειρ-.