συστενάζω
From LSJ
γράμματα στικτὰ οὐ ποιήσετε ἐν ὑμῖν· ἐγώ εἰμι κύριος ὁ θεὸς ὑμῶν → you shall not make tattooed signs on yourselves; I am your Lord God
English (LSJ)
A lament with, φίλοις E.Ion 935: abs., Ep.Rom.8.22.
German (Pape)
[Seite 1044] (s. στενάζω), mitseufzen, mitstöhnen; φίλοις, Eur. Ion 935; in sp. Prosa, wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συστενάζω: στενάζω, θρηνῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὡς συστενάζειν οἶδα γενναίως φίλοις Εὐρ. Ἴων 935· ἀπολ., Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 22.