προσερίζω
From LSJ
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
Dor. ποτερίσδω,
A strive with or against, αὐτόθε μοι ποτέρισδε Theoc.5.60, cf. Lyr.Alex.Adesp.37.1; τινὶ περί τινος Longus 4.2. II provoke to anger, Aq.Ex.23.21, al., Aq.Sm.De.9.7, al.
German (Pape)
[Seite 762] noch dazu, dabei streiten, gegen Einen, τινί, Theocr. 5, 60 u. in Prosa; προσηρίκασιν ἀλλήλοις Arist. H. A. 5, 1; Sp., wie Longin. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσερίζω: Δωρ. ποτερίσδω, ἐρίζω πρός τινα, αὐτόθι μοι ποτέρισδε Θεόκρ. 5. 60. ΙΙ. ἐρεθίζω εἰς ὀργήν, ἐξοργίζω, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.